- οξύφωνος
- -η, -ο (Α ὀξύφωνος, -ον)αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή («ὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνοςο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνοαρχ.αυτός που έχει λεπτή φωνή («τὰ θήλεα ὀξυφωνότερα», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος].
Dictionary of Greek. 2013.